- καλοφαίνομαι
- (Μ καλοφαίνομαι)(ως απρόσ., με τις αντων. μού, σού, τού, μάς, σάς, τούς) καλοφαίνεταιμού φαίνεται κάτι καλό, μού είναι ευχάριστο, μού αρέσεινεοελλ.1. είμαι ευδιάκριτος, είμαι καταφανής, ξεχωρίζω2. εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον («δεν μού καλοφάνηκε ο νέος προϊστάμενος»).
Dictionary of Greek. 2013.